-
1 θυσία
θυσία ηжертва, жертвоприношение:Αναίμακτη θυσία — Бескровная Жертва – евхаристия
Жертва Тела и Крови Христовых называется жертвой бескровной для ее отличия от кровавых ветхозаветных жертв. В евхаристии священнодействуется Пречистое Тело и Кровь Христова точно также, как Он Сам благоизволил совершить это на Тайной вечере со своими учениками. В символической иконографии изображается жертвоприношением Исаака Авраамомπροσφέρω / τελώ θυσία — приносить / совершать жертвоприношение
-
2 αναίμακτος
αναίμακτος, -η, -οбескровный:αναίμακτη θυσία — бескровная жертва, см. θυσία
Этим.< αν- (отриц. приставка) + αιμακτός «кровавый»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αναίμακτος
См. также в других словарях:
θυσία — η 1. προσφορά σε θεότητα: Αναίμακτη θυσία. – Ευχαριστήρια θυσία. – Θυσία ανθρώπων. – Προσφέρω θυσία. 2. στέρηση αγαθού για χάρη κάποιου σκοπού: Υποβλήθηκε σε πολλές θυσίες για να σπουδάσει το γιο του. – Έγινε θυσία για να μας περιποιηθεί. – Είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει … Dictionary of Greek
θυσιαστήριο — Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα… … Dictionary of Greek
Συνοίκιο — Ετήσια γιορτή της αρχαίας Αθήνας, που γινόταν την 16η Εκατομβαιώνα (μέσα Ιουλίου περίπου), προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, εντελώς άσχετη προς τα Παναθήναια. Στη γιορτή αυτή προσφερόταν αναίμακτη θυσία προς τη θεά Ειρήνη. Λέγεται ότι καθιερώθηκε για… … Dictionary of Greek
θυσιαστήριο — το 1. το μέρος όπου γίνονται οι θρησκευτικές θυσίες, ο βωμός. 2. Aγία Τράπεζα, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία της Θείας Ευχαριστίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματοθυσία — η αιματηρή θυσία, σε αντίθεση προς την αναίμακτη … Dictionary of Greek
κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… … Dictionary of Greek